- εὐκράδαντος
- εὐκράδαντος [κρᾰ], ον, ([etym.] κρᾰδαίνω)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκράδαντος — εὐκράδαντος, ον (Α) αυτός που κραδαίνεται, σείεται ή κλονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραδαντος (< κραδαίνω), πρβλ. α κράδαντος] … Dictionary of Greek
εὐκράδαντον — εὐκράδαντος well poised masc/fem acc sg εὐκράδαντος well poised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκραδάντους — εὐκράδαντος well poised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκράδαντα — εὐκράδαντος well poised neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)